- αζαχάριαστος
- αζαχάρωτος, η , ο1) незасахарившийся (о варенье); 2) несладкий; без сахара
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αζαχάριαστος — αζαχάριαστος, η, ο και αζαχάρωτος, η, ο αυτός που δε ζαχαριάζει, που το ζάχαρό του δεν παθαίνει κρυστάλλωση: Καταφέρνει τα γλυκά της να μένουν αζαχάριαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζαχάριαστος — η, ο [ζαχαριάζω] 1. αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με ζάχαρη 2. αυτός που δεν τού έπηξε η ζάχαρη, που δεν κρυσταλλώθηκε (συνήθως για γλυκά με σιρόπι) … Dictionary of Greek