αζαχάριαστος

αζαχάριαστος
αζαχάρωτος, η , ο
1) незасахарившийся (о варенье); 2) несладкий; без сахара

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αζαχάριαστος" в других словарях:

  • αζαχάριαστος — αζαχάριαστος, η, ο και αζαχάρωτος, η, ο αυτός που δε ζαχαριάζει, που το ζάχαρό του δεν παθαίνει κρυστάλλωση: Καταφέρνει τα γλυκά της να μένουν αζαχάριαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζαχάριαστος — η, ο [ζαχαριάζω] 1. αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με ζάχαρη 2. αυτός που δεν τού έπηξε η ζάχαρη, που δεν κρυσταλλώθηκε (συνήθως για γλυκά με σιρόπι) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»